παρεισάξουσι

παρεισάξουσι
παρεισάγω
lead in by one's side
aor subj act 3rd pl (epic)
παρεισάγω
lead in by one's side
fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
παρεισάγω
lead in by one's side
fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεισάγω — ΝΜΑ εισάγω με επιτηδειότητα, με δόλιο και απατηλό τρόπο (α. «Σωκράτης ξένα παρεισάγων δαιμόνια», Πλούτ. β. «...ψευδοδιδάσκαλοι οἵτινες παρεισάξουσι αἱρέσεις ἀπωλείας», ΚΔ γ. «ἑτέρους προφήτας παρεισάγονται», Ιω. Δαμ.) αρχ. 1. προσάγω από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”